-
1 κοσμικός
[козмикос] εκ. мирской, светский,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοσμικός
-
2 светский
светск||ийприл1. (не церковный) κοσμικός, ἐγκόσμιος:\светскийая власть ἡ κοσμική ἐξουσία·2. (об обществе и т. п.) κοσμικός:\светский человек κοσμικός ἄνθρωπος· \светскийое общество οἱ κοσμικοί κύκλοι. -
3 космический
космический κοσμικός* \космическийое пространство το διαπλανητικό διάστημα* \космический корабль το διαστημόπλοιο \космическийая станция ο διαπλανητικός σταθμός* * *косми́ческое простра́нство — το διαπλανητικό διάστημα
косми́ческий кора́бль — το διαστημόπλοιο
косми́ческая ста́нция — ο διαπλανητικός σταθμός
-
4 орбитальный
орбитальный: \орбитальныйая космическая станция о τροχιακός κοσμικός σταθμός· \орбитальный полёт η τροχιακή πτήση* * *орбита́льная косми́ческая ста́нция — ο τροχιακός κοσμικός σταθμός
орбита́льный полёт — η τροχιακή πτήση
-
5 ракета
ракета ж 1) о πύραυλος, η ρουκέτα· το πυραυλοκίνητο βλήμα (снаряд)' космическая \ракета ο κοσμικός (или διαστημικός) πύραυλος; межконтинентальная \ракета ο διηπειρωτικός πύραυλος; многоступенчатая \ракета ο πολυόροφος πύραυλος; запустить \ракетау εκτοξεύω πύραυλο 2) (сигнальная) η φωτοβολίδα* * *ж1) ο πύραυλος, η ρουκέτα; το πυραυλοκίνητο βλήμα ( снаряд)косми́ческая раке́та — ο κοσμικός ( или διαστημικός) πύραυλος
межконтинента́льная раке́та — ο διηπειρωτικός πύραυλος
многоступе́нчатая раке́та — ο πολυόροφος πύραυλος
запусти́ть раке́ту — εκτοξεύω πύραυλο
2) ( сигнальная) η φωτοβολίδα -
6 космический
космическ||ийприл κοσμικός:\космическийая ракета ὁ κοσμικός πύραυλος· \космическийие лучи οἱ κοσμικές ἀκτίνες· \космический корабль τό διαστημόπλοιον \космический полет ἡ πτήση στό διάοτημα. -
7 мирской
επ.1. παλ. ανθρώπινος, των ανθρώπων.2. παλ.επίγειος.ουσ. ουδ. -ое το επίγειο. || κοσμικός (αντών. του επ. μοναχικός),ουσ. κοσμικός (αντών. του ουσ. μοναχός).3. της κοινότητας, κοινοτικός. -
8 светский
επ.1. της ανώτερης κοινωνίας•-ое общество η ανώτερη κοινωνία.
2. κοσμικός, εγκόσμιος, κοινωνικός• λαϊκός•светский человек κοσμικός άνθρωπος•
-ая власть η πολιτική εξουσία (μη θρησκευτική)•
-ие песни κοσμικά τραγούδια•
-ая жизнь κοσμική ζωή (μη θρη-σκευτ ική).
-
9 ракета
раке||та I ж ὁ πύραυλος, ἡ ρουκέτα:осветительная \ракета ἡ φωτοβολίδα, ὁ φωτιστικός πύραυλος· сигна́льная \ракета ἡ συνθηματική φωτοβολίδα· космическая \ракета ὁ κοσμικός πύραυλος· межконтинента́льная \ракета ὁ διηπειρωτικός πύραυλος· запускать \ракетату ἐκτοξεύω πύραυλο.ракета II Π, ракетка ж спорт. ἡ ρα-κέττα. -
10 космический
[κασμιετίτσισκιϊ] εκ. κοσμικός -
11 светский
[σβιέτσκιϊ] εκ. κοσμικός, εγκόσμιος -
12 космический
[κασμιετίτσισκιϊ] επ κοσμικός -
13 светский
[σβιέτσκιϊ] επ κοσμικός, εγκόσμιος -
14 бульварный
επ.1. της λεωφόρου, του βουλεβάρτου.2. μτφ. βουλεβαρδιέρος, κοσμικός. -
15 ракета
См. также в других словарях:
κοσμικός — of the world masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
κοσμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο: Το σύγγραμμμα αυτό αναφέρεται στο κοσμικό σύστημα. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις καλές τάξεις της κοινωνίας: Τη χαρακτηρίζουν κοσμικοί τρόποι. 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμικά — κοσμικός of the world neut nom/voc/acc pl κοσμικά̱ , κοσμικός of the world fem nom/voc/acc dual κοσμικά̱ , κοσμικός of the world fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικώτερον — κοσμικός of the world adverbial comp κοσμικός of the world masc acc comp sg κοσμικός of the world neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικωτέρων — κοσμικός of the world fem gen comp pl κοσμικός of the world masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικῶν — κοσμικός of the world fem gen pl κοσμικός of the world masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικόν — κοσμικός of the world masc acc sg κοσμικός of the world neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικαῖς — κοσμικός of the world fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικαί — κοσμικός of the world fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικοῖς — κοσμικός of the world masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)